- μέσφα
- μέσφαuntilindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέσφα — μέσφα, και άλλ. επικ. τ. μέσφι, αρκαδ. τ. μέστε, και δωρ. τ. μέστα, θεσσ. τ. μές (Α) επίρρ. 1. μέχρι, έως («μέσφ ἠοῡς», Ομ. Ιλ.) 2. (πριν από το ὅτε, με αόρ. οριστ.) μέχρις ότου, ωσότου 3. (χωρίς το ὅτε, ως σύνδ., με οριστ. ή υποτ.) έως («μέσφ… … Dictionary of Greek
μέσφ' — μέσφα , μέσφα until indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέστα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 375 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού, στα Μαστιχοχώρια, 35 χλμ. ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαστιχοχωρίων του νομού Χίου. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός … Dictionary of Greek
μέστε — (Α) (αρκαδ. τ.) επίρρ. βλ. μέσφα … Dictionary of Greek
μέσφι — (Α) (επικ. τ.) επίρρ. βλ. μέσφα … Dictionary of Greek
μέχρι — και πριν από φωνήεν μέχρις (ΑΜ μέχρι και μέχρις) (χρησιμοποιείται ως πρόθ. καταχρηστ., ως επίρρ. τοπ. ή χρον. και ως χρον. σύνδ.) 1. έως, ίσαμε (α. «θα πάω μέχρι το Φάληρο» β. «θα έχω έλθει μέχρι τις επτά» γ. «μέχρι τῆς πόλεως», Θουκ. δ. «ὥστ… … Dictionary of Greek
μεσπόδι — (Α) επίρρ. μέχρι, έως. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μέσφα] … Dictionary of Greek
σάφα — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) 1. σαφώς, φανερά, ολοφάνερα 2. (με γνωστικά και λεκτικά ρήματα) βεβαίως («σάφ οἶδα ὑπό τε τῶν ἀγαθῶν πεπανθήσεσθαι», Ξεν.) 3. φρ. «σάφα λέγω» λέω την αλήθεια («ἐπιστάμενος σάφα εἰπεῑν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το… … Dictionary of Greek
me-2 — me 2 English meaning: in the middle of, by, around, with Deutsche Übersetzung: as Grundlage von Adverbien (Präpositionen) “mitten in, mitten hinein” Material: A. me dhi (also basic form me ti possible) in Goth. miÞ “with”, asäch.… … Proto-Indo-European etymological dictionary